- νιφάς
- νιφάς, άδος (σν.): snow-flake, snow, mostly pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νιφάς — νιφάς, άδος, ἡ (Α) βλ. νιφάδα … Dictionary of Greek
νιφάς — snowflake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφας — νίφα snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδα — νιφάς snowflake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδας — νιφάς snowflake fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδες — νιφάς snowflake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσι — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσιν — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσι — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσιν — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδι — νιφάς snowflake fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)